- εγγυητής
- οθηλ. -ήτρια αυτός που δίνει εγγύηση (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἐγγυητής — one who gives security masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εγγυητής — ο (θηλ. εγγυήτρια) (AM ἐγγυητής) [εγγυώ] αυτός που δίνει εγγυήσεις μσν. όμηρος … Dictionary of Greek
ἐγγυητῆς — ἐγγυητός plighted fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγγυηταῖς — ἐγγυητής one who gives security masc dat pl ἐγγυητός plighted fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγγυηταί — ἐγγυητής one who gives security masc nom/voc pl ἐγγυητός plighted fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγγυητοῦ — ἐγγυητής one who gives security masc gen sg ἐγγυητός plighted masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγγυητῇ — ἐγγυητής one who gives security masc dat sg (attic epic ionic) ἐγγυητός plighted fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγγυητήν — ἐγγυητής one who gives security masc acc sg (attic epic ionic) ἐγγυητός plighted fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγγυητῶν — ἐγγυητής one who gives security masc gen pl ἐγγυητός plighted fem gen pl ἐγγυητός plighted masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εγγύηση — (Νομ.). Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται στο αστικό δίκαιο η σύμβαση ορισμένου ή αορίστου χρόνου, με την οποία ένα πρόσωπο, ο εγγυητής, αναλαμβάνει την ευθύνη απέναντι στον δανειστή ότι θα του καταβληθεί η μελλοντική οφειλή ή εκείνη που ήδη υπάρχει … Dictionary of Greek